ἀναλυομένων

ἀναλυομένων
ἀναλύω
cause to wander
pres part mp fem gen pl (epic)
ἀναλύω
cause to wander
pres part mp masc/neut gen pl (epic)
ἀναλῡομένων , ἀναλύω
cause to wander
pres part mp fem gen pl
ἀναλῡομένων , ἀναλύω
cause to wander
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φασματογράφος — Με τον όρο αυτό είναι γνωστά δύο διαφορετικά όργανα: α) το φασματοσκόπιο, το εφοδιασμένο με συστήματα καταγραφής και ανάλυσης των φασμάτων, και β) ο φ. μάζας, που διαχωρίζει μεταξύ τους ιόντα ή μόρια που έχουν διαφορετική σχέση μεταξύ μάζας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”